- οὔσε
- οὔ-σε, (1) und nicht; (2) gew. aber οὔτε οὔτε, weder noch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
μποέμ — (boheme). Γαλλικός όρος που χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες για να προσδιορίσει έναν ιδιόρρυθμο τρόπο ζωής, γεμάτο αμεριμνησία, φαντασία, προσωρινότητα και αταξία, χαρακτηριστικά γνωρίσματα μερικών κύκλων καλλιτεχνών και διανοουμένων του… … Dictionary of Greek
παρνασσιακοί — Όνομα που δόθηκε στους ποιητές οι οποίοι στην περίοδο περίπου 1850 55 έδωσαν ώθηση στη Γαλλία σε ένα λογοτεχνικό ρεύμα που ονομάστηκε Παρνασσός. Το κίνημα ονομάστηκε έτσι από τον τίτλο της ανθολογίας Σύγχρονος Παρνασσός, μια συλλογή νέων στίχων,… … Dictionary of Greek